- επομβρώ
- ἐπομβρῶ, -έω (AM)1. ρίχνω βροχή από ψηλά2. ρίχνω άφθονα σαν βροχή («τὸν μάννα ἐπομβρήσαντα»)3. αναβλύζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπόμβρῳ — ἔπομβρος very rainy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)